ευφυΐα

ευφυΐα
η (ΑΜ εὐφυΐα) [ευφυής]
(για τη διανοητική κατάσταση) οξύνοια, εξυπνάδα, νοημοσύνη
αρχ.
1. καλή φυσική ανάπτυξη, καλή διαμόρφωση («φιλία τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῑς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», Πλούτ.)
2. (για τη διανοητική και την ηθική κατάσταση μαζί) η εξυπνάδα και η καλή διάθεση («εὐφυΐα τάχος μαθήσεως, γέννησις φύσεως ἀγαθή
ἀρετὴ ἐν φύσει», Πλάτ.)
3. (για τόπο) α) ευφορία, γονιμότητα
β) καταλληλότητα, στρατηγική θέση («ἡ τῶν τόπων εὐφυΐα», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐφυία — εὐφυΐᾱ , εὐφυία natural goodness of growth fem nom/voc/acc dual εὐφυΐᾱ , εὐφυία natural goodness of growth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφυίᾳ — εὐφυΐαι , εὐφυία natural goodness of growth fem nom/voc pl εὐφυΐᾱͅ , εὐφυία natural goodness of growth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφυΐα — η το γνώρισμα του ευφυούς, η εξυπνάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐφυίας — εὐφυΐᾱς , εὐφυία natural goodness of growth fem acc pl εὐφυΐᾱς , εὐφυία natural goodness of growth fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφυίαν — εὐφυΐᾱν , εὐφυία natural goodness of growth fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • εὐφυίαι — εὐφυΐαι , εὐφυία natural goodness of growth fem nom/voc pl εὐφυΐᾱͅ , εὐφυία natural goodness of growth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωληνόδοντα — (tubulidentata). Τάξη ζώων της ομοταξίας των θηλαστικών, που περιλαμβάνει μικρού ή μέτριου μεγέθους ζώα. Σε παλιότερες ταξινομήσεις τα θεωρούσαν σαν υπόταξη των νωδών, σήμερα όμως αποτελούν ξεχωριστή τάξη. Ένα από τα ζώα αυτά είναι ο σωληνόδους… …   Dictionary of Greek

  • Καρλότα — (Charlotta). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμονίδων και πριγκιπισσών. 1. Κ. (15ος αι.). Βασίλισσα της Κύπρου (1456 60), κόρη του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Γ’. Διαδέχθηκε τον πατέρα της το 1456 και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τον κόμη της Γενεύης Λουδοβίκο… …   Dictionary of Greek

  • благовещьство — БЛАГОВЕЩЬСТВ|О (3*), А с. Положительное природное свойство, способность: и се же е(с) ѡ(т) нб҃се и землѩ. и иже е(с) межю съставле(н)е и совокупле(н)е. похвалну оубо по всему бл҃говещьству подобнохвалнѣ еже ѡ(т) бл҃госложе(н)˫а всѣ(х) и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”